- μεταρίθμιος
- μεταρίθμιος, -ον (Α)1. αυτός που συγκαταλέγεται ή συναριθμείται μεταξύ άλλων2. (κατ' επέκτ.) ο ισότιμος3. αυτός που λαμβάνεται υπ' όψιν.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἀρίθμιος (< ἀριθμός), πρβλ. αν-αρίθμιος, ισ-αρίθμιος].
Dictionary of Greek. 2013.